καρδίω — κάρδιον heart shaped ornament neut nom/voc/acc dual κάρδιον heart shaped ornament neut gen sg (doric aeolic) καρδιόω hearten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καρδιόω hearten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδίου — κάρδιον heart shaped ornament neut gen sg καρδιόω hearten pres imperat act 2nd sg καρδιόω hearten imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδίων — κάρδιον heart shaped ornament neut gen pl καρδιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καρδιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλησικάρδιον — τλησῑκάρδιον , τλησικάρδιος hard hearted masc/fem acc sg τλησῑκάρδιον , τλησικάρδιος hard hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ονοκάρδιον — ὀνοκάρδιον, τὸ (ΑΜ) μσν. είδος πολύτιμου λίθου αρχ. 1. το φυτό δίψακος 2. το φυτό χαμαιλέοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κάρδιον (< καρδία)] … Dictionary of Greek
προκάρδιος — α, ο / προκάρδιος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το προκάρδιο(ν) ανατ. η μπροστά από την καρδιά μοίρα τού θωρακικού τοιχώματος νεοελλ. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή τής αριστερής πρόσθιας επιφάνειας τού θώρακα στην οποία αντιστοιχεί η … Dictionary of Greek